- παχύθριξ
- -τριχος, ὁ, ἡ, Α1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + -θριξ, -τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί-θριξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παχύτριχα — πάχυθριξ with thick hair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek